βέβακεν

βέβακεν
βάζω
speak
perf ind act 3rd sg
βάζω
speak
plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
βέβᾱκεν , βαίνω
walk
perf ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρίμφα — Α επίρρ. εύκολα, ελαφρά, γρήγορα (α. «βέβακεν ῥίμφα», Αισχύλ. β. «ῥίμφα ἑ γοῡνα φέρει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ., το οποίο εμφανίζει επιρρμ. κατάλ. α (πρβλ. σάφ α, τάχ α). Κατά μία άποψη, η οποία, όμως, παραμένει αμφίβολη, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”